ελεφάντινος

ελεφάντινος
-η, -ο (AM ἐλεφάντινος, -η, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ελέφαντα
2. ο κατασκευασμένος από ελεφαντόδοντο
3. άσπρος σαν ελεφαντόδοντο
4. το ουδ. ως ουσ. το ελεφάντινον
η ουσία τού ελεφαντοστού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐλεφάντινος — of ivory masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελεφάντινος — η, ο 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον ελέφαντα, που είναι του ελέφαντα. 2. ελεφαντένιος (βλ. λ.,1). 3. ο λευκός σαν το ελεφαντοκόκαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλεφαντίνων — ἐλεφάντινος of ivory fem gen pl ἐλεφάντινος of ivory masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεφάντινον — ἐλεφάντινος of ivory masc acc sg ἐλεφάντινος of ivory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεφαντινέων — ἐλεφάντινος of ivory masc/fem gen pl (epic ionic) ἐλεφαντίνεος of elephants fem gen pl ἐλεφαντίνεος of elephants masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεφαντίναις — ἐλεφάντινος of ivory fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεφαντίνη — ἐλεφάντινος of ivory fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεφαντίνην — ἐλεφάντινος of ivory fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεφαντίνης — ἐλεφάντινος of ivory fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεφαντίνοις — ἐλεφάντινος of ivory masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”